κατακλυσμιαίος

κατακλυσμιαίος
-α, -ο
παλαιότατος, παμπάλαιος: Βρήκαν απολιθώματα κατακλυσμιαίων ζώων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακλυσμιαίος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατακλυσμό, αυτός που έχει σχέση με την εποχή τού μεγάλου κατακλυσμού («κατακλυσμιαία ζώα») 2. (για βροχή) ο πολύ ραγδαίος και συνεχής, αυτός που φέρνει πολλά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλυσμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”